- αγγειακός
- η , ό мед. сосудистый;
αγγειακό σύστημα — сосудистая система
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγειακό σύστημα — сосудистая система
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγειακός — ή, ό ο σχετικός με τα αγγεία και ειδικότερα με τα αιμοφόρα αγγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγείο + παραγ. κατάλ. ακός] … Dictionary of Greek
αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… … Dictionary of Greek
καρδιαγγειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά και στα αιμοφόρα αγγεία (α. «καρδιαγγειακό σύστημα» β. «καρδιαγγειακές παθήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cardiovascular <… … Dictionary of Greek
κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… … Dictionary of Greek